- δελφικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Δελφούς: Οι δελφικοί χρησμοί ήταν ιεροί στην αρχαιότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Δελφικός — Delphi masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελφικός — ή, ό (AM δελφικός, ή, όν) [Δελφοί] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Δελφούς ή προέρχεται από αυτούς («το δελφικό τον ιερέα», «χρησμόν δελφικόν», «δελφικῷ ξίφει») αρχ. το θηλ. ως ουσ. η δελφική ρωμαϊκό τραπέζι με τρία πόδια … Dictionary of Greek
Δελφικά — Δελφικός Delphi neut nom/voc/acc pl Δελφικά̱ , Δελφικός Delphi fem nom/voc/acc dual Δελφικά̱ , Δελφικός Delphi fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δελφικῶν — Δελφικός Delphi fem gen pl Δελφικός Delphi masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δελφικόν — Δελφικός Delphi masc acc sg Δελφικός Delphi neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δελφικαῖς — Δελφικός Delphi fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δελφικαί — Δελφικός Delphi fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δελφικοῖς — Δελφικός Delphi masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δελφικοί — Δελφικός Delphi masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δελφικοῦ — Δελφικός Delphi masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)